Η αίτηση ακυρώσεως ενώπιον ΣτΕ που κατέθεσαν οι Δ.Σ.Δ. και Δ.Σ.Σ. κατά της ΚΥΑ περί υποχρεωτικής εγκατάστασης μηχανημάτων POS
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
(ΤΜΗΜΑ Δ΄)
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Των:
1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΕΡΡΩΝ», που εδρεύει στις Σέρρες (οδός Κ. Καραμανλή αριθ. 53) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. 099428080 Δ.Ο.Υ. Σερρών,
2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΡΑΜΑΣ», που εδρεύει στη Δράμα (Δικαστικό Μέγαρο Δράμας) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. 090109468 Δ.Ο.Υ. Δράμας
2) Παναγιώτη ΚΑΡΙΠΟΓΛΟΥ του Γεωργίου, Δικηγόρου, Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Σερρών, κατοίκου Σερρών (οδός Μεραρχίας αριθ. 42), με Α.Φ.Μ. 030203454 Δ.Ο.Υ, Σερρών,
3) Αναστασίου ΠΟΥΛΙΟΥ του Μιχαήλ, Δικηγόρου, Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας, κατοίκου Δράμας (οδός Βαρδουσίων αριθ. 18), με Α.Φ.Μ. 050683110 Δ.Ο.Υ. Δράμας,
4) ………………………………………………………………………………
ΚΑΤΑ
Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου εν προκειμένω από τους Υπουργούς Οικονομίας & Ανάπτυξης και Οικονομικών και
ΚΑΤΑ: της υπ’ αριθ. 45.231/20-04-2017 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1445/27-07-2017) αποφάσεως των ανωτέρω Υπουργών.-
—————————–
Ι.- ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στις 27-04-2017 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η προσβαλλομένη απόφαση των Υπουργών Οικονομίας & Ανάπτυξης και Οικονομικών στο τεύχος Β΄ με αριθμό φύλλου 1445, η οποία φέρει τον τίτλο «Ρύθμιση Υποχρέωσης Αποδοχής Πληρωμών με Κάρτα, σύμφωνα με το άρθρο 65 του ν. 4446/2016, (Α΄ 240)». Η ως άνω προσβαλλομένη Κοινή Υπουργική Απόφαση (εφ’ εξής Κ.Υ.Α.) εκδόθηκε κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, και των διατάξεων των άρθρων 62, 63, 64 και 65 του Ν. 4446/2016. Με την παρ. 2 του πρώτου άρθρου της ως άνω Κ.Υ.Α. παρέχεται στους υποχρέους που διαθέτουν τους αναφερομένους στην παρ. 1 κύριους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (εφ’ εξής Κ.Α.Δ.) προθεσμία τριών (3) μηνών από της δημοσιεύσεώς της (ήτοι έως την 27-07-2017), προκειμένου να συμμορφωθούν με την υποχρέωση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα κατά την ολοκλήρωση των πράξεων πληρωμής που πραγματοποιούν καταναλωτές της περ. α΄ του άρθρου 62 του Ν. 4446/2016. Μεταξύ των υποχρέων περιλαμβάνονται και όσοι διαθέτουν Κ.Α.Δ. 69.10, που αντιστοιχεί στις νομικές δραστηριότητες.-
ΙΙ.- ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
1.- ΕΠΕΙΔΗ η εφαρμογή της ανωτέρω προσβαλλομένης Κ.Υ.Α. επιδρά αμέσως και δυσμενώς επί των προϋποθέσεων ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος, επιφέροντας δυσχέρειες και επιβάλλοντας βάρη και υποχρεώσεις δυσβάστακτα για την συντριπτική πλειονότητα των Δικηγόρων (πολυετείς συμβάσεις με τραπεζικά ιδρύματα, χρεώσεις προμήθειας, συντήρησης και συναλλαγών, άνοιγμα λογαριασμών όψεως, στους οποίους θα κατατίθενται τα χρήματα των συναλλαγών με αντίστοιχες χρεώσεις υπέρ των τραπεζικών ιδρυμάτων), ενώ από την άλλη καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα της εφαρμογής της, εν όψει των συνεπειών της, ενδιαφέρει στον μέγιστο βαθμό τα μέλη του Δικηγορικού Σώματος. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των περιπτώσεων γ΄ και ζ΄ του άρθρου 90 του Ν. 4194/2013, το πρώτο και το δεύτερο από τους αιτούντες Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΕΡΡΩΝ» και Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΡΑΜΑΣ» έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως.-
2.- ΕΠΕΙΔΗ στο άρθρο 47 παρ. 1 π.δ. 18/1989 ορίζεται ότι: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως τόσο κατά ατομικής όσο και κατά κανονιστικής πράξεως απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και την σύννομη άσκηση της διοικητικής εξουσίας ούτε συμφέρον μελλοντικό ή απλώς ενδεχόμενο (ΣτΕ 4391/2011 7μ., 2446/1992 7μ.), ειδικότερα δε για την προσβολή κανονιστικής πράξεως, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον γεννάται, κατ’ αρχήν, από την έναρξη της ισχύος της, από την οποία επέρχεται μεταβολή στην έννομη τάξη (ΣτΕ 1253/2006 7μ.). Εξ άλλου, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά (ΣτΕ 880/2016 7μ., 1844/2013 7μ., 4391/2011 7μ., 4331/2011, 3153/2003, 2484/2000 7μ. κ.ά.), το έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να υφίσταται σωρευτικώς σε τρία χρονικά σημεία, ήτοι κατά τον χρόνο α) της τελειώσεως (εκδόσεως ή δημοσιεύσεως) της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, β) της ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος και γ) και της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ύπαρξη δε του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ 3317/2014 Ολομ., 2855-2856/1985 Ολομ., 2160-2161/2014 7μ., 2629/2011 7μ., 2303/2011 7μ., 2717/2007 7μ. κ.ά.). Περαιτέρω, το έννομο συμφέρον για την προσβολή κάθε κανονιστικής πράξεως εξετάζεται αυτοτελώς και ασχέτως με το ενδεχόμενο εκδόσεως ή μη άλλων συναφών πράξεων, κανονιστικών ή ατομικών, κατ’ εφαρμογή της κανονιστικής, το δικαίωμα δε για αποτελεσματική δικαστική προστασία προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως επιτάσσει να παρέχεται σε εκείνον που επικαλείται ότι έχει ιδιότητα ή τελεί σε νομική κατάσταση, η οποία επηρεάζεται από τα επερχόμενα από την κανονιστική πράξη έννομα αποτελέσματα, η δυνατότητα να αμφισβητήσει, επικαίρως, την νομιμότητα της εν λόγω πράξεως ήδη από την στιγμή που αυτή δημοσιεύεται και αναπτύσσει κανονιστική ισχύ, ώστε, αν διαπιστωθεί ότι δεν είναι νόμιμη, να ακυρωθεί και να εκβληθεί από την έννομη τάξη και να μη αναμένεται η έκδοση, με βάση αυτήν, άλλων διοικητικών πράξεων. Κατά την έννοια δε του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, το άμεσο του εννόμου συμφέροντος δεν σημαίνει ότι, προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως, πρέπει να επέρχεται στον αιτούντα βλάβη ήδη κατά την έκδοση της πράξεως, διότι η βλάβη από τέτοια πράξη δεν επέρχεται αναγκαίως με την έκδοση της πράξεως αυτής, αλλά, κατά το συνήθως συμβαίνον, με την έκδοση ατομικών πράξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της κανονιστικής. Αποδοχή δε τέτοιας απόψεως περί του εννόμου συμφέροντος για την προσβολή κανονιστικής πράξεως θα οδηγούσε κατ’ ουσίαν σε κατάργηση του ευθέος ελέγχου των κανονιστικών πράξεων (ΟλΣτΕ 95/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).-
Στην προκειμένη περίπτωση, άπαντες οι υπ’ αριθ. 3 έως και 20 αιτούντες είμαστε Δικηγόροι, μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Σερρών και του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας, ασκούντες το λειτούργημα του Δικηγόρου και έχοντες ως Κ.Α.Δ. 69.10 και επόμενους. Συνεπώς επηρεαζόμαστε άμεσα από την κανονιστική ισχύ που αναπτύσσει η προσβαλλόμενη πράξη, καθώς επηρεάζεται ο τρόπος ασκήσεως του λειτουργήματός μας, καθώς έως τις 27-07-2017 υποχρεούμαστε να συμμορφωθούμε με το κανονιστικό περιεχόμενο της προσβαλλομένης και να τοποθετήσουμε τα αντίστοιχα τερματικά αποδοχής πληρωμών με κάρτες. Συνεπώς, παραδεκτώς και με έννομο συμφέρον ασκούμε την υπό κρίση αίτηση.-
ΙΙΙ.- ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1.- ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΕΠΕΙΔΗ η αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται πλέον ρητώς στην διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος αποτελεί έναν συνταγματικό περιορισμό όλων ανεξαιρέτως των νομοθετικών περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων (Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης ΣΥΝΤΑΓΜΑ Κατ’ άρθρο ερμηνεία σελ. 700, αριθ. 42). Τα στοιχεία, δε, που συνθέτουν την αρχή της αναλογικότητας συνίστανται στην καταλληλότητα, στην αναγκαιότητα και στην υπό στενή έννοια αναλογικότητα. Ήτοι, κάθε περιοριστικό δικαιώματος μέτρο, το οποίο επιβάλλεται, κρίνεται εν πρώτοις κατάλληλο, όταν, κατ’ είδος και έκταση αποτελεί το προσφορότερο μέσο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Περαιτέρω, αναγκαίο είναι το επιβαλλόμενο μέτρο, όταν αποκλείεται η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού μέτρου, το οποίο, όμως, θα περιόριζε σε λιγότερο βαθμό ή και καθόλου την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων. Τέλος, υπό στενή έννοια ανάλογος κρίνεται κάποιος περιορισμός, όταν ο σκοπός που επιδιώκεται με την λήψη του μέτρου αυτού τελεί σε εύλογη σχέση με την ένταση της προσβολής των ατομικών συνταγματικών εγγυήσεων.-
ΕΠΕΙΔΗ η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει ρητώς την γενική οικονομική ελευθερία, ήτοι το δικαίωμα του καθενός να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της χώρας. Αποτελεί, δε, πρωτίστως αμυντικό δικαίωμα κατά του Κράτους, το οποίο οφείλει να απέχει από την προσβολή του. Μορφή, δε, του δικαιώματος συνιστά και η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, υπό την έννοια ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι ελεύθερο να συνάψει ή να μη συνάψει μία σύμβαση, όπως και στην επιλογή του αντισυμβαλλομένου, αλλά και στον καθορισμό του περιεχομένου της συμβάσεως.-
ΕΠΕΙΔΗ η υποχρέωση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα, όπως εισάγεται με την προσβαλλομένη Κ.Υ.Α., οδηγεί υποχρεωτικά σε σύναψη σύμβασης με τραπεζικό ίδρυμα, καθώς σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 63 του Ν. 4446/2016 : « … εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής με κάρτα και μέσα πληρωμής με κάρτα που έχουν εκδοθεί από τετραμερές σύστημα πληρωμής, καθώς και στις ηλεκτρονικές πληρωμές εν γένει, όταν ο πληρωτής ενεργεί στο πλαίσιο της συναλλαγής με την ιδιότητα του καταναλωτή.», ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 62 παρ. ζ΄ του αυτού νόμου: «ζ. «τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής», ένα σύστημα καρτών πληρωμής στο οποίο οι πράξεις πληρωμών με κάρτα πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό πληρωμών ενός πληρωτή στον λογαριασμό πληρωμών δικαιούχου πληρωμής μέσω της διαμεσολάβησης του συστήματος, ενός εκδότη (από την πλευρά του πληρωτή) και ενός αποδέκτη (από την πλευρά του δικαιούχου πληρωμής), σύμφωνα με την περίπτωση 17 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.». Είναι σαφές, επομένως, ότι η επιβολή της υποχρέωσης αυτής συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα της συμβατικής ελευθερίας και περιορισμό αυτού. Συνεπώς, πρέπει να κριθεί, έαν ο περιορισμός αυτός πληροί τους όρους αναλογικότητας, όπως αυτοί ανωτέρω αναλύθηκαν.-
ΕΠΕΙΔΗ η εισαγωγή της ανωτέρω υποχρέωσης στηρίχθηκε, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση, στην προσπάθεια καταπολέμησης της απόκρυψης εσόδων, η οποία συνιστά, κατ’ αρχήν, θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Πλην όμως, αποτελεί εντελώς απρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Και τούτο, διότι η ύπαρξη απλώς και μόνο του τερματικού αποδοχής πληρωμών με κάρτες δεν οδηγεί και στην υποχρεωτική χρήση αυτού ούτε μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι εκείνων που επιθυμούν, για αμοιβαίο και ίδιον όφελος, να προβούν σε εν όλω ή εν μέρει αδήλωτη συναλλαγή. Πέραν αυτού, όμως, η απροσφορότητα του μέτρου συνάγεται και από την διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, με την οποία αντικαθίσταται η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 20 του Ν. 3842/2010 ως εξής: ««3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά»». Από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η ενδεχόμενη απόκρυψη εισοδημάτων αφορά πρωτίστως σε αμοιβές μεγάλου ύψους, οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάζουν την φοροδοτική ικανότητα και συνεπώς και την φορολογική υποχρέωση εκάστου προσώπου. Η υποχρέωση εξόφλησης με ηλεκτρονικά μέσα (κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, ηλεκτρονική τραπεζική) των φορολογικών στοιχείων αξίας πεντακοσίων ευρώ και άνω καθιστά άνευ ουσίας και σημασίας την υποχρέωση εγκατάστασης τερματικών αποδοχής πληρωμών με κάρτες. Περαιτέρω, δε, από τα αυτά διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει και η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών εκτός γραφείου ή εκτός της έδρας του δικηγόρου. Όπως είναι ευνόητο, τεχνικώς, δεν δύναται να καταστεί εφικτή η ύπαρξη τερματικού εκτός γραφείου. Περαιτέρω, όμως, ούτε αναγκαίο είναι το επιβαλλόμενο μέτρο, καθώς θα μπορούσαν να προβλεφθούν τρόποι, οι οποίοι θα καθιστούσαν ελκυστική την προαιρετική τοποθέτηση των τερματικών αποδοχής καρτών, όπως η παροχή ιδιαίτερων οικονομικών, φορολογικών ή άλλων κινήτρων σε όσους επιλέγουν την τοποθέτησή τους. Εκτός, όμως, όλων των ανωτέρω, η επιβολή της υποχρέωσης αυτής αδιακρίτως συνιστά ιδιαίτερα επαχθές βάρος για τους δικηγόρους εκείνους, οι οποίοι εμφανίζουν ελάχιστη ή μηδενική δραστηριότητα. Και τούτο, διότι η σύναψη αντίστοιχων πολυετών συμβάσεων με τα τραπεζικά ιδρύματα συνεπάγεται την οικονομική επιβάρυνση για το άνοιγμα λογαριασμών όψεως, στους οποίους θα κατατίθενται τα χρήματα των συναλλαγών αυτών (με τις αντίστοιχες χρεώσεις που συνεπάγεται μια τέτοια κίνηση), για την προμήθεια και συντήρηση των μηχανημάτων, καθώς και προμήθεια για κάθε συναλλαγή υπέρ των τραπεζικών ιδρυμάτων, επιβαρύνσεις ιδιαίτερα μεγάλες σε σχέση με την ελάχιστη χρήση τους από αυτούς που έχουν ελάχιστη ή μηδενική δραστηριότητα. Συνεπώς, ο νομοθέτης όφειλε να εισαγάγει κριτήρια σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα και τον κύκλο εργασιών των υποχρέων εγκατάστασης των τερματικών μηχανημάτων.-
Συνεπώς, εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι, τόσο η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, όσο και η προσβαλλομένη Κ.Υ.Α. αντίκεινται στις προειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και πρέπει αφ’ ενός η πρώτη να μην εφαρμοστεί, αφ’ ετέρου η δεύτερη να ακυρωθεί.-
2.- ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ
ΕΠΕΙΔΗ η διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: « Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όρια της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.». Ειδικότερα, δε, είναι τα θέματα που αποτελούν μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί το κύριο αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης ή έχουν λεπτομερειακό χαρακτήρα σε σχέση με την βασική ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στον νόμο. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα.-
ΕΠΕΙΔΗ στην προκειμένη περίπτωση η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 65 του Ν. 4446/2016 ορίζει ότι: «3. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Οικονομικών, ορίζονται τα εξής: α. οι υπόχρεοι συμμόρφωσης βάσει των κύριων ΚΑΔ, β. η προθεσμία συμμόρφωσης, γ. οι διαδικασίες δήλωσης και τροποποίησης των τηρούμενων Επαγγελματικών Λογαριασμών στους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010, δ. οι διαδικασίες και τα δεδομένα παρακολούθησης καθώς και η σύνταξη αναφορών, που καταγράφουν τη συμμόρφωση με τις προβλέψεις του Νόμου, ε. οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω υπό Α΄ έως δ΄ υποχρεώσεων, στ. η επέκταση της υποχρέωσης της παραγράφου 1 και σε άλλα μέσα πληρωμής, και ζ. οι αρμόδιες αρχές και τα μέσα προσφυγής και δικαστικής προστασίας κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Τμήματος Α΄.». Περαιτέρω, η διάταξη της παρ. 1 του αυτού άρθρου και νόμου, όπως τροποποιήθηκε με την διάταξη του άρθρου 74 Ν. 4472/2017 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 74/19-05-2017) ορίζει ότι: «1. Οι δικαιούχοι πληρωμής, στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με πληρωτές οι οποίοι ενεργούν για λόγους που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα, υποχρεούνται, ανάλογα με τον κύριο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητάς τους (ΚΑΔ) και εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να αποδέχονται μέσα πληρωμής με κάρτα για την ολοκλήρωση των πράξεων πληρωμής.». Είναι προφανές ότι, ενόψει ιδίως της μακράς χρονικής διάρκειας προσαρμογής, σε συνδυασμό με την γενική αναφορά «ανάλογα με τον κύριο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητάς τους (ΚΑΔ)», αλλά και την πρόβλεψη δυνατότητας επέκτασης «και σε άλλα μέσα πληρωμής», χωρίς ειδικότερο και συγκεκριμένο προσδιορισμό, η εξουσιοδότηση που παρέσχε η Βουλή των Ελλήνων είναι αόριστη και συνεπώς, ακυρωτέα τυγχάνει η προσβαλλομένη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η με αυτήν την διατύπωση παρασχεθείσα εξουσιοδότηση, ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ειδική (ήτοι προσδιορίζουσα καθ’ ύλην το αντικείμενό της) και ορισμένη (ήτοι ότι υπάρχουν επαρκή κριτήρια και γραμμές που καθορίζουν κατά βάση το πλαίσιο της ρύθμισης των θεμάτων στα οποία αφορά), θα όφειλε να πραγματωθεί με την έκδοση προεδρικού διατάγματος και όχι Υπουργικής Αποφάσεως.-
3.- ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΕΠΕΙΔΗ η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 της υπ’ αριθ. 84/415/ΕΚ Απόφασης του Συμβουλίου ορίζει ότι: «Άρθρο 2 1. Οι αρχές των κρατών µελών ζητούν τη γνώµη της ΕΚΤ για κάθε σχέδιο νοµοθετικής διάταξης που εµπίπτει στο πεδίο των αρµοδιοτήτων της σύµφωνα µε τη συνθήκη, ιδίως όσον αφορά: – νοµισµατικά θέµατα, – µέσα πληρωµής, …».-
ΕΠΕΙΔΗ η διάταξη του άρθρου 288 ΣΛΕΕ ορίζει ότι: «Άρθρο 288 (πρώην άρθρο 249 της ΣΕΚ)
Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα θεσπίζουν κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες. Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς. Οι συστάσεις και οι γνώμες δεν δεσμεύουν.».
ΕΠΕΙΔΗ εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι η ανωτέρω Απόφαση του Συμβουλίου, ούσα δεσμευτική για τα Κράτη – Μέλη, αφού αυτά ορίζονται ως αποδέκτες, θεσπίζει ειδική διαδικασία έκφρασης γνώμης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφ’ εξής Ε.Κ.Τ.) επί των θεμάτων που περιλαμβάνονται στο ρυθμιστικό πεδίο της. Συνεπώς, η μη τήρηση της διαδικασίας αυτής συνεπάγεται την μη εφαρμογή των διατάξεων εκείνων, επί των οποίων έπρεπε να ζητηθεί η γνώμη της Ε.Κ.Τ., αλλά δεν ζητήθηκε, λόγω προφανούς αντίθεσης με το ενωσιακό δίκαιο και την διαδικασία που αυτό εισάγει. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του Ν. 4446/2016 και ιδίως από την αιτιολογική έκθεση αυτού δεν προκύπτει η τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας. Συνεπώς, ανακύπτει ζήτημα ασυμβατότητας της επίδικης εθνικής ρύθμισης προς το Ενωσιακό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, οπότε και πρέπει αυτή να μην εφαρμοσθεί και να ακυρωθεί.-
ΙV.- ΕΠΕΙΔΗ η αίτησή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, ασκείται εμπροθέσμως και απευθύνεται στο αρμόδιο Δικαστήριο.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και όσα προστεθούν κατά την συζήτηση της παρούσης
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτή η αίτησή μας.- Να ακυρωθεί η προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 45.231/20-04-2017 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1445/27-07-2017) αποφάσεως των Οικονομίας & Ανάπτυξης και Οικονομικών.- Και να καταδικασθεί το αντίδικο στην δικαστική μας δαπάνη.-
Αντίκλητο στην έδρα του Δικαστηρίου διορίζουμε τον ……………………… του ……………………., Δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …………..), κάτοικο ομοίως (οδός ……………………………………………).-
Σέρρες 12 Ιουνίου 2017
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος